ἐπισυλλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episyllamvano
|Transliteration C=episyllamvano
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐπικυΐσκομαι]], <span class="bibl">Orib.22.7.2</span>, <span class="bibl">Sor.1.23</span>.</span>
|Definition== [[ἐπικυΐσκομαι]], Orib.22.7.2, Sor.1.23.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισυλλαμβάνω:''' Arst. = [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
|lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυλλαμβάνω]] (Α)<br />[[συλλαμβάνω]] [[έμβρυο]] ενώ [[είμαι]] ήδη [[έγκυος]].
|mltxt=[[ἐπισυλλαμβάνω]] (Α)<br />[[συλλαμβάνω]] [[έμβρυο]] ενώ [[είμαι]] ήδη [[έγκυος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισυλλαμβάνω:''' Arst. = [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Medium diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Low diacritics: επισυλλαμβάνω Capitals: ΕΠΙΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: episyllambánō Transliteration B: episyllambanō Transliteration C: episyllamvano Beta Code: e)pisullamba/nw

English (LSJ)

= ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπικυΐσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυλλαμβάνω: Arst. = ἐπικυΐσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.

Greek Monolingual

ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.