ἐφιελίς: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efielis
|Transliteration C=efielis
|Beta Code=e)fieli/s
|Beta Code=e)fieli/s
|Definition=ίδος, ἡ. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κάλυξ]], part of a priest's crown, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.7.6</span> (fort. [[φιελίς]]).</span>
|Definition=-ίδος, ἡ. = [[κάλυξ]], part of a priest's crown, J.''AJ''3.7.6 (fort. [[φιελίς]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφιελίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[μέρος]] της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το [[μέτωπο]], [[κάλυκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[εσφαλμένος]] τ. [[αντί]] <i>εφηλίς</i>].
|mltxt=[[ἐφιελίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />[[μέρος]] της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το [[μέτωπο]], [[κάλυκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[εσφαλμένος]] τ. [[αντί]] <i>εφηλίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

English (LSJ)

-ίδος, ἡ. = κάλυξ, part of a priest's crown, J.AJ3.7.6 (fort. φιελίς).

Greek Monolingual

ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)
μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].