ἕστηκα: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=estika
|Transliteration C=estika
|Beta Code=e(/sthka
|Beta Code=e(/sthka
|Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἵστημι]].</span>
|Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. [[ἵστημι]].
}}
{{ls
|lstext='''ἕστηκα''': ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε [[ἵστημι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf. de</i> [[ἵστημι]].
|btext=<i>pf. de</i> [[ἵστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕστηκα:''' -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του [[ἵστημι]]· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἕστηκα:''' pf. к [[ἵστημι]].
|elrutext='''ἕστηκα:''' pf. к [[ἵστημι]].
}}
{{ls
|lstext='''ἕστηκα''': ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε [[ἵστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕστηκα:''' -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του [[ἵστημι]]· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστηκα Medium diacritics: ἕστηκα Low diacritics: έστηκα Capitals: ΕΣΤΗΚΑ
Transliteration A: héstēka Transliteration B: hestēka Transliteration C: estika Beta Code: e(/sthka

English (LSJ)

ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

pf. de ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἕστηκα: pf. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.

Greek Monotonic

ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.