Αἰτναῖος: Difference between revisions
m (Text replacement - " " to "") |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Aitnaios | |Transliteration C=Aitnaios | ||
|Beta Code=*ai)tnai=os | |Beta Code=*ai)tnai=os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> of or belonging to [[Etna]] ([[Αἴτνη]]), Pi.''P.''3.69, ''O.''6.96, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''367, etc.; [[Sicilian]], [[πῶλος]] [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''312; of a [[beetle]], A.''Fr.''233, Ar. ''Pax''73, S.''Ichn.''300.<br><span class="bld">II</span> [[αἰτναῖος]], ὁ, [[sea-fish]], Opp.''H.''1.512. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[Etneo]], [[del Etna]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[etneo]], [[del volcán Etna]] A.<i>Pr</i>.365, E.<i>Cyc</i>.20, Call.<i>Del</i>.141<br /><b class="num">•</b>[[de la región del Etna]] E.<i>Tr</i>.220<br /><b class="num">•</b>esp. de cierta raza de caballos Αἰτναίας ἐπὶ πώλου S.<i>OC</i> 312, como epít. de Zeus, Pi.<i>O</i>.6.96, <i>N</i>.1.6.<br /><b class="num">2</b> [[de la ciudad de Etna]] Pi.<i>P</i>.3.69; cf. tb. [[Αἴτναι]].<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[Αἰτναῖος]] κάνθαρος entom. un [[gran escarabajo]] o quizá [[ciervo volador]], [[Lucanus cervus]] L., A.<i>Fr</i>.233, S.<i>Fr</i>.162, 314.307, Ar.<i>Pax</i> 73.<br /><b class="num">2</b> ict. especie de [[besugo]] Opp.<i>H</i>.1.512. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[de l'Etna]];<br /><b>2</b> [[grand comme l'Etna]], [[gigantesque]];<br /><b>3</b> [[de la région de l'Etna]].<br />'''Étymologie:''' [[Αἴτνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Αἰτναῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[этнийский]] ([[Ζεύς]] Pind.: ῥίζαι Aesch.; [[πῶλος]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> огромный как Этна (σφαγεῖα Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Αἰτναῖος''': -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. [[παμμεγέθης]], [[πελώριος]], Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν [[ὅταν]] κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. [[Σικελικός]]· ([[ἐπειδὴ]] οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ [[λέξις]] λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. [[ὄχος]] Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. [[Αἰτναῖος]], ὁ, [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512. | |lstext='''Αἰτναῖος''': -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. [[παμμεγέθης]], [[πελώριος]], Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν [[ὅταν]] κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. [[Σικελικός]]· ([[ἐπειδὴ]] οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ [[λέξις]] λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. [[ὄχος]] Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. [[Αἰτναῖος]], ὁ, [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b> | |sltr=<b>Αἰτναῖος</b> <br /><b>1</b> of [[Etna]] <br /><b>a</b> epithet of [[Zeus]], v. Cook, [[Zeus]], p. 908. Ζηνὸς Αἰτναίου [[κράτος]] (O. 6.96) Ζηνὸς Αἰτναίου [[χάριν]] (N. 1.6) <br /><b>b</b> epithet of Hieron. παρ' Αἰτναῖον ξένον (P. 3.69) <br /><b>c</b> m. pl. as subs. citizens of Aitna μοῖραν δ' εὔνομον [[αἰτέω]] σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.30) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Αἰτναῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα ([[Αἴτνη]]), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική [[απόδοση]] είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο [[Σικελικός]] ([[διότι]] τα Σικελικά άλογα [[καθώς]] και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ. | |lsmtext='''Αἰτναῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα ([[Αἴτνη]]), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική [[απόδοση]] είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο [[Σικελικός]] ([[διότι]] τα Σικελικά άλογα [[καθώς]] και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> of or belonging to [[Etna]] ([[Αἴτνη]]), Pind., Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph. like [[Etna]], [[enormous]], Eur.; [[some]] [[explain]] it so [[when]] used of horses, but [[better]] Etnean, i. e. Sicilian (for the Sicilian horses were [[famous]]), Soph. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> of or belonging to [[Etna]] ([[Αἴτνη]]), Pind., Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph. like [[Etna]], [[enormous]], Eur.; [[some]] [[explain]] it so [[when]] used of horses, but [[better]] Etnean, i. e. Sicilian (for the Sicilian horses were [[famous]]), Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 20 October 2024
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to Etna (Αἴτνη), Pi.P.3.69, O.6.96, A.Pr.367, etc.; Sicilian, πῶλος S.OC312; of a beetle, A.Fr.233, Ar. Pax73, S.Ichn.300.
II αἰτναῖος, ὁ, sea-fish, Opp.H.1.512.
Spanish (DGE)
-α, -ον
Etneo, del Etna
I 1etneo, del volcán Etna A.Pr.365, E.Cyc.20, Call.Del.141
•de la región del Etna E.Tr.220
•esp. de cierta raza de caballos Αἰτναίας ἐπὶ πώλου S.OC 312, como epít. de Zeus, Pi.O.6.96, N.1.6.
2 de la ciudad de Etna Pi.P.3.69; cf. tb. Αἴτναι.
II 1Αἰτναῖος κάνθαρος entom. un gran escarabajo o quizá ciervo volador, Lucanus cervus L., A.Fr.233, S.Fr.162, 314.307, Ar.Pax 73.
2 ict. especie de besugo Opp.H.1.512.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de l'Etna;
2 grand comme l'Etna, gigantesque;
3 de la région de l'Etna.
Étymologie: Αἴτνη.
Russian (Dvoretsky)
Αἰτναῖος:
1 этнийский (Ζεύς Pind.: ῥίζαι Aesch.; πῶλος Soph.);
2 огромный как Этна (σφαγεῖα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
Αἰτναῖος: -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. παμμεγέθης, πελώριος, Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν ὅταν κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ κάλλιον ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. Σικελικός· (ἐπειδὴ οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ λέξις λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. ὄχος Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. Αἰτναῖος, ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512.
English (Slater)
Αἰτναῖος
1 of Etna
a epithet of Zeus, v. Cook, Zeus, p. 908. Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος (O. 6.96) Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν (N. 1.6)
b epithet of Hieron. παρ' Αἰτναῖον ξένον (P. 3.69)
c m. pl. as subs. citizens of Aitna μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.30)
Greek Monotonic
Αἰτναῖος: -α, -ον,
1. αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα (Αἴτνη), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, πελώριος, τεράστιος, σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική απόδοση είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο Σικελικός (διότι τα Σικελικά άλογα καθώς και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ.
Middle Liddell
1. of or belonging to Etna (Αἴτνη), Pind., Aesch., etc.
2. metaph. like Etna, enormous, Eur.; some explain it so when used of horses, but better Etnean, i. e. Sicilian (for the Sicilian horses were famous), Soph.