βομβητικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vomvitikos
|Transliteration C=vomvitikos
|Beta Code=bombhtiko/s
|Beta Code=bombhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[humming]], <span class="bibl">Eust.945.23</span>:—also βομβ-ικός, ή, όν<b class="b3">, τὸ τῶν θρήνων β</b>. Sch. metr.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1</span>.</span>
|Definition=βομβητική, βομβητικόν, [[humming]], Eust.945.23:—also [[βομβικός]], ή, όν<b class="b3">, τὸ τῶν θρήνων β.</b> Sch. metr.Pi.''O.''1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[zumbón]], [[que zumba]] ζωύφιον ... βομβητικὸν ἐν τῷ πέτεσθαι Eust.945.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βομβητικός''': -ή, -όν, βομβῶν, Εὐστ. 945. 23· βομβικός, ή, όν, Σχόλ. Πινδ.
|lstext='''βομβητικός''': -ή, -όν, βομβῶν, Εὐστ. 945. 23· βομβικός, ή, όν, Σχόλ. Πινδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[zumbón]], [[que zumba]] ζωύφιον ... βομβητικὸν ἐν τῷ πέτεσθαι Eust.945.23.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βομβητικός]], -ή, -όν (Μ) [[βομβητής]]<br />ο [[βομβικός]].
|mltxt=[[βομβητικός]], -ή, -όν (Μ) [[βομβητής]]<br />ο [[βομβικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβητικός Medium diacritics: βομβητικός Low diacritics: βομβητικός Capitals: ΒΟΜΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: bombētikós Transliteration B: bombētikos Transliteration C: vomvitikos Beta Code: bombhtiko/s

English (LSJ)

βομβητική, βομβητικόν, humming, Eust.945.23:—also βομβικός, ή, όν, τὸ τῶν θρήνων β. Sch. metr.Pi.O.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
zumbón, que zumba ζωύφιον ... βομβητικὸν ἐν τῷ πέτεσθαι Eust.945.23.

German (Pape)

[Seite 453] = βομβήεις, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

βομβητικός: -ή, -όν, βομβῶν, Εὐστ. 945. 23· βομβικός, ή, όν, Σχόλ. Πινδ.

Greek Monolingual

βομβητικός, -ή, -όν (Μ) βομβητής
ο βομβικός.