γείσωμα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=geisoma
|Transliteration C=geisoma
|Beta Code=gei/swma
|Beta Code=gei/swma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pent-house]], <span class="bibl">Poll.1.76</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[pent-house]], Poll.1.76.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />arq. [[saliente]], [[entablamento]] τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματα Poll.1.76, cf. 120, <i>Syria</i> 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γείσωμα''': τό, [[στέγασμα]] προέχον (πρβλ. ἀπογεισ-), διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ζῴ Μ. 2. 15, 1, Πολυδ. Α΄, 76.
|lstext='''γείσωμα''': τό, [[στέγασμα]] προέχον (πρβλ. ἀπογεισ-), διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ζῴ Μ. 2. 15, 1, Πολυδ. Α΄, 76.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />arq. [[saliente]], [[entablamento]] τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματα Poll.1.76, cf. 120, <i>Syria</i> 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[γείσωμα]]) [[γείσον]]<br />το [[γείσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οριζόντια [[σανίδα]] στηριγμένη [[κάθετα]] στον τοίχο, [[ράφι]].
|mltxt=το (AM [[γείσωμα]]) [[γείσον]]<br />το [[γείσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οριζόντια [[σανίδα]] στηριγμένη [[κάθετα]] στον τοίχο, [[ράφι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γείσωμα Medium diacritics: γείσωμα Low diacritics: γείσωμα Capitals: ΓΕΙΣΩΜΑ
Transliteration A: geísōma Transliteration B: geisōma Transliteration C: geisoma Beta Code: gei/swma

English (LSJ)

-ατος, τό, pent-house, Poll.1.76.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arq. saliente, entablamento τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματα Poll.1.76, cf. 120, Syria 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).

German (Pape)

[Seite 478] od. γείσσωμα, τό, = γεῖσον, Schutzdach, Arist. part. an. 2, 15; Poll. 1, 76.

Greek (Liddell-Scott)

γείσωμα: τό, στέγασμα προέχον (πρβλ. ἀπογεισ-), διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ζῴ Μ. 2. 15, 1, Πολυδ. Α΄, 76.

Greek Monolingual

το (AM γείσωμα) γείσον
το γείσο
νεοελλ.
οριζόντια σανίδα στηριγμένη κάθετα στον τοίχο, ράφι.