δαιμονισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daimonismos
|Transliteration C=daimonismos
|Beta Code=daimonismo/s
|Beta Code=daimonismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[demoniac possession]], Vett. Val.2.18.</span>
|Definition=ὁ, [[demoniac possession]], Vett. Val.2.18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[posesión demoníaca]] πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes <i>Cels</i>.8.66.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονισμός''': ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.
|lstext='''δαιμονισμός''': ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[posesión demoníaca]] πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes <i>Cels</i>.8.66.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δαιμονισμός]]) [[δαιμονίζομαι]]<br />το να κατέχεται [[κάποιος]] από δαίμονα.
|mltxt=ο (AM [[δαιμονισμός]]) [[δαιμονίζομαι]]<br />το να κατέχεται [[κάποιος]] από δαίμονα.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονισμός Medium diacritics: δαιμονισμός Low diacritics: δαιμονισμός Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: daimonismós Transliteration B: daimonismos Transliteration C: daimonismos Beta Code: daimonismo/s

English (LSJ)

ὁ, demoniac possession, Vett. Val.2.18.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
posesión demoníaca πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes Cels.8.66.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονισμός: ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.

Greek Monolingual

ο (AM δαιμονισμός) δαιμονίζομαι
το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα.