εἰσακτέον: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eisakteon | |Transliteration C=eisakteon | ||
|Beta Code=ei)sakte/on | |Beta Code=ei)sakte/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must bring into court]] (cf. [[εἰσάγω]] II.3), [[ἀδίκημα]] Ar. ''V.''840; τινάς X.''Eq.Mag.''1.10.<br><span class="bld">II</span> [[one must introduce]], in speaking, Hermog.''Id.''2.9; in [[argument]], S.E.''M.''6.36. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que llevar]] ante los tribunales τοῦτ' ... [[ἀδίκημα]] τῷ πατρὶ εἰ. μοι esta causa tengo que llevarla ante el tribunal de mi padre</i> Ar.<i>V</i>.840, εἰς ... τὸ [[δικαστήριον]] τούτους εἰ. εἶναι X.<i>Eq.Mag</i>.1.10.<br /><b class="num">2</b> [[hay que introducir]] un tema en la conversación, Hermog.<i>Id</i>.2.9.<br /><b class="num">3</b> [[hay que inferir]] τό κατ' αὐτὴν χρειῶδες de la música, S.E.<i>M</i>.6.36. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσακτέον:''' adj. verb. к [[εἰσάγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσακτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] (ἴδε [[εἰσάγω]] ΙΙ. 3), Ἀριστοφ. Σφ. 840, Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 10. | |lstext='''εἰσακτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] (ἴδε [[εἰσάγω]] ΙΙ. 3), Ἀριστοφ. Σφ. 840, Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 10. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσακτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο (βλ. [[εἰσάγω]] II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''εἰσακτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο (βλ. [[εἰσάγω]] II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must bring into court (cf. εἰσάγω II.3), ἀδίκημα Ar. V.840; τινάς X.Eq.Mag.1.10.
II one must introduce, in speaking, Hermog.Id.2.9; in argument, S.E.M.6.36.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar ante los tribunales τοῦτ' ... ἀδίκημα τῷ πατρὶ εἰ. μοι esta causa tengo que llevarla ante el tribunal de mi padre Ar.V.840, εἰς ... τὸ δικαστήριον τούτους εἰ. εἶναι X.Eq.Mag.1.10.
2 hay que introducir un tema en la conversación, Hermog.Id.2.9.
3 hay que inferir τό κατ' αὐτὴν χρειῶδες de la música, S.E.M.6.36.
Russian (Dvoretsky)
εἰσακτέον: adj. verb. к εἰσάγω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὸ δικαστήριον (ἴδε εἰσάγω ΙΙ. 3), Ἀριστοφ. Σφ. 840, Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 10.
Greek Monotonic
εἰσακτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο (βλ. εἰσάγω II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν.