κήτημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kitima
|Transliteration C=kitima
|Beta Code=kh/thma
|Beta Code=kh/thma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[salted tunny]], = [[ὠμοτάριχος]], dub. in Diph.Siph. ap.<span class="bibl">Ath.3.121b</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[salted tunny]], = [[ὠμοτάριχος]], dub. in Diph.Siph. ap.Ath.3.121b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήτημα]], -ήματος, τὸ (Α)<br />παστωμένος τον(ν)ος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]], πρόκειται όμως για αμφίβολης γνωσιότητας [[λήμμα]]. Αν όντως [[είναι]] [[ορθό]], πρόκειται για σπάνια [[περίπτωση]] μετονοματικού παρ. σε <i>η</i>-<i>μα</i> που εμφανίζεται κανονικώς σε μεταρρηματικά παρ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποί</i>-<i>η</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
|mltxt=[[κήτημα]], -ήματος, τὸ (Α)<br />παστωμένος τον(ν)ος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]], πρόκειται όμως για αμφίβολης γνωσιότητας [[λήμμα]]. Αν όντως [[είναι]] [[ορθό]], πρόκειται για σπάνια [[περίπτωση]] μετονοματικού παρ. σε <i>η</i>-<i>μα</i> που εμφανίζεται κανονικώς σε μεταρρηματικά παρ. ([[πρβλ]]. <i>ποί</i>-<i>η</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήτημα Medium diacritics: κήτημα Low diacritics: κήτημα Capitals: ΚΗΤΗΜΑ
Transliteration A: kḗtēma Transliteration B: kētēma Transliteration C: kitima Beta Code: kh/thma

English (LSJ)

-ατος, τό, salted tunny, = ὠμοτάριχος, dub. in Diph.Siph. ap.Ath.3.121b.

German (Pape)

[Seite 1435] τό, eingesalzenes Fleisch großer Meerfische, bes. der Thunfische, = ὠμοτάριχον, Diphil. bei Ath. III, 121 b.

Greek (Liddell-Scott)

κήτημα: τό, τεταριχευμένος θύννος, = ὠμοτάριχος, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 121Β.

Greek Monolingual

κήτημα, -ήματος, τὸ (Α)
παστωμένος τον(ν)ος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος, πρόκειται όμως για αμφίβολης γνωσιότητας λήμμα. Αν όντως είναι ορθό, πρόκειται για σπάνια περίπτωση μετονοματικού παρ. σε η-μα που εμφανίζεται κανονικώς σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. ποί-η-μα < ποιῶ)].