λαμυρίς: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lamyris | |Transliteration C=lamyris | ||
|Beta Code=lamuri/s | |Beta Code=lamuri/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[λωγάνιον]], Sch.Luc.''Lex''.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαμυρίς]], - | |mltxt=[[λαμυρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />το λιπαρό [[δέρμα]] που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. [[λωγάνιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[λαμυρός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = λωγάνιον, Sch.Luc.Lex.3.
German (Pape)
[Seite 14] ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3.
Greek (Liddell-Scott)
λαμυρίς: ἡ, = λωγάνιον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3.
Greek Monolingual
λαμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός.