νεφριτικός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nefritikos
|Transliteration C=nefritikos
|Beta Code=nefritiko/s
|Beta Code=nefritiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the kidneys]], νοσήματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>41</span>; τὰ ν. <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>6.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[affected with]] [[νεφρῖτις]], Dsc.1.15, Apollon. ap.Gal.13.326, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> of remedies, [[suitable for such cases]], <span class="bibl">Alex.Trall.11.2</span>.</span>
|Definition=νεφριτική, νεφριτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of the kidneys]], νοσήματα Hp.''Art.''41; τὰ ν. Id.''Aph.''6.6.<br><span class="bld">II</span> [[affected with]] [[νεφρῖτις]], Dsc.1.15, Apollon. ap.Gal.13.326, Gal.''Nat.Fac.''1.13.<br><span class="bld">III</span> of remedies, [[suitable for such cases]], Alex.Trall.11.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεφριτικός]], -ή, -όν) [[νεφρίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[νεφρίτιδα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεφριτικός]], -ή, -όν) [[νεφρίτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[νεφρίτιδα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.
}}
{{pape
|ptext=[ρῑ], <i>an [[Nieren]]-</i> oder <i>[[Steinschmerzen]] [[leidend]]</i>, Medic.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρῑτῐκός Medium diacritics: νεφριτικός Low diacritics: νεφριτικός Capitals: ΝΕΦΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nephritikós Transliteration B: nephritikos Transliteration C: nefritikos Beta Code: nefritiko/s

English (LSJ)

νεφριτική, νεφριτικόν,
A of the kidneys, νοσήματα Hp.Art.41; τὰ ν. Id.Aph.6.6.
II affected with νεφρῖτις, Dsc.1.15, Apollon. ap.Gal.13.326, Gal.Nat.Fac.1.13.
III of remedies, suitable for such cases, Alex.Trall.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

νεφρῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νεφριτικός, -ή, -όν) νεφρίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεφρίτιδα
3. (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.

German (Pape)

[ρῑ], an Nieren- oder Steinschmerzen leidend, Medic.