παραλογιστής: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paralogistis | |Transliteration C=paralogistis | ||
|Beta Code=paralogisth/s | |Beta Code=paralogisth/s | ||
|Definition= | |Definition=παραλογιστοῦ, ὁ, [[one who cheats by false reckoning]], Arist.''EE''1232a14; or [[one who cheats by false reasoning]], δεινὸς γὰρ ὁ τῦφος παραλογιστής M.Ant.6.13, cf. Procl.''Par.Ptol.''225; [[cheat]], Artem.4.57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] ὁ, der durch falsche Rechnungen od. durch Trugschlüsse Betrügende, übh. der Betrüger, M. Anton. 6, 13 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] ὁ, der durch falsche Rechnungen od. durch Trugschlüsse Betrügende, übh. der Betrüger, M. Anton. 6, 13 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui raisonne mal]], [[qui trompe par de faux raisonnements]].<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραλογιστής:''' οῦ ὁ [[вводящий в заблуждение]], [[обманщик]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλογιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν διὰ ψευδοῦς ὑπολογισμοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 4, 5· ἢ διὰ ψευδοῦς συλλογισμοῦ, Μ. Ἀντωνῖν. 6. 13, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225· - [[ἀπατεών]], Ἀρτεμ. 4. 57. | |lstext='''παραλογιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν διὰ ψευδοῦς ὑπολογισμοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 4, 5· ἢ διὰ ψευδοῦς συλλογισμοῦ, Μ. Ἀντωνῖν. 6. 13, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225· - [[ἀπατεών]], Ἀρτεμ. 4. 57. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς<br /><b>2.</b> αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απατεώνας]]. | |mltxt=ὁ, Α [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς<br /><b>2.</b> αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απατεώνας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
παραλογιστοῦ, ὁ, one who cheats by false reckoning, Arist.EE1232a14; or one who cheats by false reasoning, δεινὸς γὰρ ὁ τῦφος παραλογιστής M.Ant.6.13, cf. Procl.Par.Ptol.225; cheat, Artem.4.57.
German (Pape)
[Seite 488] ὁ, der durch falsche Rechnungen od. durch Trugschlüsse Betrügende, übh. der Betrüger, M. Anton. 6, 13 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements.
Étymologie: παραλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
παραλογιστής: οῦ ὁ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παραλογιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν διὰ ψευδοῦς ὑπολογισμοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 4, 5· ἢ διὰ ψευδοῦς συλλογισμοῦ, Μ. Ἀντωνῖν. 6. 13, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225· - ἀπατεών, Ἀρτεμ. 4. 57.
Greek Monolingual
ὁ, Α παραλογίζομαι
1. αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς
2. αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς
3. (γενικά) απατεώνας.