τορνευτικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=torneftikos | |Transliteration C=torneftikos | ||
|Beta Code=torneutiko/s | |Beta Code=torneutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=τορνευτική, τορνευτικόν, of or for turning on a lathe: ἡ [[τορνευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[varia lectio|v.l.]] for [[τορευτικός]] in M.Ant.5.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
τορνευτική, τορνευτικόν, of or for turning on a lathe: ἡ τορνευτική (sc. τέχνη) v.l. for τορευτικός in M.Ant.5.1.
German (Pape)
[Seite 1130] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορνεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική
η τέχνη του τορνευτή.