ἀκαταμέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatametritos
|Transliteration C=akatametritos
|Beta Code=a)katame/trhtos
|Beta Code=a)katame/trhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmeasured]], Eratosth. ap. <span class="bibl">Str.2.1.21</span>, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.17</span>.</span>
|Definition=ἀκαταμέτρητον, [[unmeasured]], Eratosth. ap. Str.2.1.21, Nicom.''Ar.''1.17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no medido]] Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.<i>Ar</i>.1.17.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαταμέτρητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.
|lstext='''ἀκαταμέτρητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no medido]] Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.<i>Ar</i>.1.17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμέτρητος]], -ον) [[καταμετρῶ]]<br />όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί<br />«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο [[πλήθος]]».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμέτρητος]], -ον) [[καταμετρῶ]]<br />όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί<br />«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο [[πλήθος]]».
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unermeßlich]]</i>, Strabo.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταμέτρητος Medium diacritics: ἀκαταμέτρητος Low diacritics: ακαταμέτρητος Capitals: ΑΚΑΤΑΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akatamétrētos Transliteration B: akatametrētos Transliteration C: akatametritos Beta Code: a)katame/trhtos

English (LSJ)

ἀκαταμέτρητον, unmeasured, Eratosth. ap. Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.

Spanish (DGE)

-ον
no medido Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμέτρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶ
όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί
«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».

German (Pape)

unermeßlich, Strabo.