ἀποτεμαχίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotemachizo | |Transliteration C=apotemachizo | ||
|Beta Code=a)potemaxi/zw | |Beta Code=a)potemaxi/zw | ||
|Definition=(τέμαχος) | |Definition=([[τέμαχος]]) [[cut a portion off]], [[sever]], Herm.''in Phdr.'' p.92 A.:—Pass., <b class="b3">τῆς ἀποτετεμαχισμένης ψυχῆς</b> ib.p.166A., cf. Syrian. ''in Metaph.''40.35. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[cortar]], [[dividir]], [[separar]] ἀποτεμαχίζει γὰρ ἡ ὕλη καὶ ἀπομερίζει τὴν τῶν ἀύλων καὶ νοερῶν εἰδῶν ἰδιότητα Syrian.<i>in Metaph</i>.40.36, cf. Herm.<i>in Phdr</i>.92, τῆς ἀποτετεμαχισμένης ψυχῆς Herm.<i>in Phdr</i>.166A. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτεμαχίζω''': ([[τέμαχος]]) [[ἀποκόπτω]] [[τεμάχιον]], [[χωρίζω]], Θεόδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 92, 19. | |lstext='''ἀποτεμαχίζω''': ([[τέμαχος]]) [[ἀποκόπτω]] [[τεμάχιον]], [[χωρίζω]], Θεόδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 92, 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀποτεμαχίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κόβω]] ένα [[σύνολο]] σε τεμάχια, [[κομματιάζω]], [[πετσοκόβω]], [[λειανίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόβω]] [[κομμάτι]] από ένα [[σύνολο]]. | |mltxt=(Α [[ἀποτεμαχίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κόβω]] ένα [[σύνολο]] σε τεμάχια, [[κομματιάζω]], [[πετσοκόβω]], [[λειανίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόβω]] [[κομμάτι]] από ένα [[σύνολο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
(τέμαχος) cut a portion off, sever, Herm.in Phdr. p.92 A.:—Pass., τῆς ἀποτετεμαχισμένης ψυχῆς ib.p.166A., cf. Syrian. in Metaph.40.35.
Spanish (DGE)
cortar, dividir, separar ἀποτεμαχίζει γὰρ ἡ ὕλη καὶ ἀπομερίζει τὴν τῶν ἀύλων καὶ νοερῶν εἰδῶν ἰδιότητα Syrian.in Metaph.40.36, cf. Herm.in Phdr.92, τῆς ἀποτετεμαχισμένης ψυχῆς Herm.in Phdr.166A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτεμαχίζω: (τέμαχος) ἀποκόπτω τεμάχιον, χωρίζω, Θεόδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 92, 19.
Greek Monolingual
(Α ἀποτεμαχίζω)
νεοελλ.
κόβω ένα σύνολο σε τεμάχια, κομματιάζω, πετσοκόβω, λειανίζω
αρχ.
κόβω κομμάτι από ένα σύνολο.