γλοία: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gloia
|Transliteration C=gloia
|Beta Code=gloi/a
|Beta Code=gloi/a
|Definition=or γλοιά, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[γλία]], <b class="b2">glue</b>, Hsch.</span>
|Definition=or [[γλοιά]], ἡ, = [[γλία]], [[glue]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{ls
|lstext='''γλοία''': ἢ γλοιά, ἡ, = [[γλία]], [[κόλλα]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[γλία]], η (AM [[γλία]], Α και [[γλοία]] και γλοιά)<br />[[κόλλα]], [[κολλώδης]] [[ουσία]]·|| <b>νεοελλ.</b> ο [[ερειστικός]] [[ιστός]] ο [[οποίος]] περιβάλλει τα νευρικά κύτταρα τών Σπονδυλόζωων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλία]] ανάγεται σε IE <i>glei</i> «[[κολλώ]], [[αλείφω]]», απ' όπου και τα [[γλίχομαι]], [[γλοιός]], [[γλίνη]]) [[πρβλ]]. ρωσ. <i>glej</i> «[[πηλός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλοία Medium diacritics: γλοία Low diacritics: γλοία Capitals: ΓΛΟΙΑ
Transliteration A: gloía Transliteration B: gloia Transliteration C: gloia Beta Code: gloi/a

English (LSJ)

or γλοιά, ἡ, = γλία, glue, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γλοία: ἢ γλοιά, ἡ, = γλία, κόλλα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά)
κόλλα, κολλώδης ουσία·