ἡνιοχευτικός: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iniocheftikos | |Transliteration C=iniocheftikos | ||
|Beta Code=h(nioxeutiko/s | |Beta Code=h(nioxeutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡνιοχευτική, ἡνιοχευτικόν, = [[ἡνιοχικός]], [[ἀρετή]] Sch.Pi.''O.''10(11).83. Adv. [[ἡνιοχευτικῶς]] ''Et.Gud.'' 672.29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡνιοχευτική, ἡνιοχευτικόν, = ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv. ἡνιοχευτικῶς Et.Gud. 672.29.
German (Pape)
[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
Greek Monolingual
ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.