σπαργανώνω: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[σπαργανῶ]], [[σπαργανόω]], ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. [[σπαργνοῦμαι]], [[σπαργνόομαι]], Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος | |mltxt=[[σπαργανῶ]], [[σπαργανόω]], ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. [[σπαργνοῦμαι]], [[σπαργνόομαι]], Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος ἐσπαργανωμένον]]», ΚΔ). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:37, 15 January 2021
Greek Monolingual
σπαργανῶ, σπαργανόω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῦμαι, σπαργνόομαι, Α σπάργανον
(σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).