μαδιβός: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαδιβός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάδισος]]», [[δικέλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μάδισος]] με [[επίθημα]] -<i>βος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόττα]]-<i>βος</i>, <i>σίττυ</i>-<i>βος</i>)).
|mltxt=[[μαδιβός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάδισος]]», [[δικέλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μάδισος]] με [[επίθημα]] -<i>βος</i> ([[πρβλ]]. [[κόττα]]-<i>βος</i>, <i>σίττυ</i>-<i>βος</i>)).
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαδιβός Medium diacritics: μαδιβός Low diacritics: μαδιβός Capitals: ΜΑΔΙΒΟΣ
Transliteration A: madibós Transliteration B: madibos Transliteration C: madivos Beta Code: madibo/s

English (LSJ)

v. μάδισος.

Greek Monolingual

μαδιβός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάδισος», δικέλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μάδισος με επίθημα -βος (πρβλ. κόττα-βος, σίττυ-βος)).