κως: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)].<br /><b>(II)</b><br />κῶς, κως (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πώς</i>, <i>πως</i>. | |mltxt=<b>(I)</b><br />κῶς, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (συνηρ. τ.) <b>βλ.</b> [[κώας]]<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κῶες</i><br />οι φυλακισμένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[κῶος]] (Ι)].<br /><b>(II)</b><br />κῶς, κως (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>πώς</i>, <i>πως</i>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion. = πως, Her. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 24 November 2022
English (LSJ)
Ionic enclit. for πως, Hdt.
French (Bailly abrégé)
v. πως.
Greek Monolingual
(I)
κῶς, τὸ (Α)
1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶες
οι φυλακισμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].
(II)
κῶς, κως (Α)
ιων. τ. βλ. πώς, πως.
German (Pape)
ion. = πως, Her.