χειρογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | {{LSJ2 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=χειρογρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=χειρογράφος | |Medium diacritics=χειρογράφος | ||
|Low diacritics=χειρογράφος | |Low diacritics=χειρογράφος |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, clerk, amanuensis, PTeb. 209 (i BC).
Greek Monolingual
ὁ, Α
γραφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γραφος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.].