θλάσπι: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[θλάσπι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] καππαρώδη, [[οικογένεια]] βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βοτάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θλάσπις]]. | |mltxt=το (Α [[θλάσπι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] καππαρώδη, [[οικογένεια]] βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βοτάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θλάσπις]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[θλάσπις]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:36, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, Dsc. 2.156, Plin. HN 27.140: = θλάσπις (shepherd's purse, Capsella bursa-pastoris).
Greek (Liddell-Scott)
θλάσπι: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.
Greek Monolingual
το (Α θλάσπι)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καππαρώδη, οικογένεια βρασσικίδες
αρχ.
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θλάσπις.
German (Pape)
τό, = θλάσπις.