αγιαστούρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
mNo edit summary
m (Text replacement - " French: goupillon;" to " French: aspergeoir, aspergès, aspersoir, écouvillon, goupillon;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αγιαστήρα]], η<br /><b>1.</b> το [[σκεύος]] ([[συνήθως]] ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο [[νερό]], με το οποίο ραντίζει ο [[ιερέας]] τους πιστούς<br /><b>2.</b> [[κλωνάρι]] βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο [[ιερέας]] για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>ἁγιαστούριν</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[ἁγιαστήριον]].
|mltxt=και [[αγιαστήρα]], η<br /><b>1.</b> το [[σκεύος]] ([[συνήθως]] ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο [[νερό]], με το οποίο ραντίζει ο [[ιερέας]] τους πιστούς<br /><b>2.</b> [[κλωνάρι]] βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο [[ιερέας]] για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[ἁγιαστούριν]] <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[ἁγιαστήριον]].
}}
{{wkpel
|wkeltx=Αγιαστούρα ή [[αγιαστήρα]] ή [[ραντιστήρι]] ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον [[σταυρό]] χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό [[λαιμό]], με το οποίο γίνεται το [[ράντισμα]]. Επίσης λέγεται και [[ράντιστρο]] ή [[ραντιστήρι]] διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται [[aspergillum]].
}}
{{trml
|trtx====[[aspergillum]]===
Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: [[wijwaterkwast]]; English: [[aspersorium]], [[aspergil]], [[aspergillum]]; Finnish: vihmin; French: [[aspergeoir]], [[aspergès]], [[aspersoir]], [[écouvillon]], [[goupillon]]; German: [[Aspergill]], [[Weihwassersprengel]], [[Sprengel]], [[Weihwasserwedel]], [[Sprengwedel]], [[Weihwedel]]; Greek: [[αγιαστήρα]], [[αγιαστούρα]]; Ancient Greek: [[ἀπορραντήριον]], [[περιρραντήριον]]; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: [[aspersorio]]; Latin: [[aspergillum]]; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: [[hissope]], [[aspersório]], hissope; Russian: [[кропило]]; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: [[hisopo]], [[aspersorio]]; Wallon: boubou
}}
}}
==Wikipedia EL==
Αγιαστούρα ή [[αγιαστήρα]] ή [[ραντιστήρι]] ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον [[σταυρό]] χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό [[λαιμό]], με το οποίο γίνεται το [[ράντισμα]]. Επίσης λέγεται και [[ράντιστρο]] ή [[ραντιστήρι]] διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται [[aspergillum]].

Latest revision as of 10:45, 19 November 2024

Greek Monolingual

και αγιαστήρα, η
1. το σκεύος (συνήθως ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο νερό, με το οποίο ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς
2. κλωνάρι βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιαστούριν < μτγν. ἁγιαστήριον.

Wikipedia EL

Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.

Translations

aspergillum

Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: wijwaterkwast; English: aspersorium, aspergil, aspergillum; Finnish: vihmin; French: aspergeoir, aspergès, aspersoir, écouvillon, goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστήρα, αγιαστούρα; Ancient Greek: ἀπορραντήριον, περιρραντήριον; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: aspersorio; Latin: aspergillum; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: hissope, aspersório, hissope; Russian: кропило; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: hisopo, aspersorio; Wallon: boubou