εναριθμώ: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ἐναριθμῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[υπολογίζω]] («οὐκ οἰόμενοι | |mltxt=(Α ἐναριθμῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[υπολογίζω]] («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], [[λογαριάζω]]<br /><b>3.</b> [[θεωρώ]] σπουδαίο, [[λογαριάζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:58, 18 June 2022
Greek Monolingual
(Α ἐναριθμῶ, -έω)
1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς», Αριστοτ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω
3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω.