ευνουχίας: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐνουχίας]], ὁ (Α) [[ευνούχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο [[ανίκανος]] για [[συνουσία]] («ἄγονοι γίγνονται καὶ | |mltxt=[[εὐνουχίας]], ὁ (Α) [[ευνούχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο [[ανίκανος]] για [[συνουσία]] («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες<br />[[ὥστε]] τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' [[εὐνουχίας]] διατελεῖν ὄντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είδος]] πεπονιού [[χωρίς]] σπόρους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια [[χωρίς]] θύσανο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φοινικοφόρων δένδρων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
εὐνουχίας, ὁ (Α) ευνούχος
1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες
ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' εὐνουχίας διατελεῖν ὄντας», Αριστοτ.)
2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς σπόρους
3. φρ. «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια χωρίς θύσανο
4. είδος φοινικοφόρων δένδρων.