τολμώ: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [[τόλμη]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[θάρρος]] να πράξω [[κάτι]] (α. «τόλμησε να του εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] το ριψοκίνδυνο, [[αψηφώ]] τον κίνδυνο, [[αποτολμώ]]<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> έχω [[θάρρος]], [[είμαι]] [[τολμηρός]], δεν [[φοβούμαι]] (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[θράσος]] να... («πώς τολμάς να μού μιλάς [[έτσι]];»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[υπομένω]], [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] («τολμᾱν χρὴ τὰ | |mltxt=τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [[τόλμη]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[θάρρος]] να πράξω [[κάτι]] (α. «τόλμησε να του εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] το ριψοκίνδυνο, [[αψηφώ]] τον κίνδυνο, [[αποτολμώ]]<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> έχω [[θάρρος]], [[είμαι]] [[τολμηρός]], δεν [[φοβούμαι]] (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[θράσος]] να... («πώς τολμάς να μού μιλάς [[έτσι]];»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[υπομένω]], [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] («τολμᾱν χρὴ τὰ διδοῦσι θεοί», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[δέχομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[υποκύπτω]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ τετολμηκυῖαι</i><br />(ενν. <i>λέξεις</i>) οι τολμηρές εκφράσεις. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α τόλμη
1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να του εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν», Αισχύλ.)
2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ
3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός, δεν φοβούμαι (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
έχω το θράσος να... («πώς τολμάς να μού μιλάς έτσι;»)
αρχ.
1. (με αιτ.) υπομένω, υφίσταμαι κάτι («τολμᾱν χρὴ τὰ διδοῦσι θεοί», Θεόγν.)
2. (με απρμφ.) δέχομαι να πράξω κάτι, υποκύπτω
3. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ τετολμηκυῖαι
(ενν. λέξεις) οι τολμηρές εκφράσεις.