φθονώ: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν<br />κατέχομαι από φθόνο, [[είμαι]] [[ζηλόφθονος]] (α. «[[κάλλιο]] να σε φτονούν [[παρά]] να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.<br />β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς [[ἄπαις]] οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από φθόνο ή από [[δυσμένεια]] («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' [[ἄλλην]] μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται [[κανείς]] να παράσχει [[κάτι]] σε κάποιον (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθονῶ</i> αποτελεί [[είτε]] μετονοματικό παρ. του [[φθόνος]] [[είτε]] επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φθέν</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φθόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>φορῶ</i>: [[φέρω]].
|mltxt=φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν<br />κατέχομαι από φθόνο, [[είμαι]] [[ζηλόφθονος]] (α. «[[κάλλιο]] να σε φτονούν [[παρά]] να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.<br />β. «οὐδὲ φθονοῦμεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῖς [[ἄπαις]] οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από φθόνο ή από [[δυσμένεια]] («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' [[ἄλλην]] μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται [[κανείς]] να παράσχει [[κάτι]] σε κάποιον (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθονῶ</i> αποτελεί [[είτε]] μετονοματικό παρ. του [[φθόνος]] [[είτε]] επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φθέν</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φθόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>φορῶ</i>: [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν
κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.
β. «οὐδὲ φθονοῦμεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», Ευρ.)
2. αρνούμαι κάτι από φθόνο ή από δυσμένεια («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», Σοφ.)
3. φρ. «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται κανείς να παράσχει κάτι σε κάποιον (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθονῶ αποτελεί είτε μετονοματικό παρ. του φθόνος είτε επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φθέν- (βλ. λ. φθόνος), πρβλ. φορῶ: φέρω.