con precisión: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπηρτισμένως]], [[ἀθαρῶς]], [[διηκριβωμένως]], [[δόρκανα]], [[διακριδόν]], [[ἀτρεκῶς]], [[διειλημμένως]], [[ἐπ' ἀκριβείας]], [[διά ἀκριβείας]], [[ἐν ἀκριβείᾳ]], [[εἰς τὴν ἀκρίβειαν]], [[μετὰ πάσης ἀκριβείας]], [[πρὸς ἀκρίβειαν]] | |sltx=[[ἀπηρτισμένως]], [[ἀθαρῶς]], [[ἄκρως]], [[διηκριβωμένως]], [[δόρκανα]], [[διακριδόν]], [[ἀτρεκέως]], [[ἀτρεκῶς]], [[διειλημμένως]], [[ἐπ' ἀκριβείας]], [[διά ἀκριβείας]], [[ἐν ἀκριβείᾳ]], [[εἰς τὴν ἀκρίβειαν]], [[μετὰ πάσης ἀκριβείας]], [[πρὸς ἀκρίβειαν]], [[ἐπ' ἀκριβές]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:34, 27 November 2022
Spanish > Greek
ἀπηρτισμένως, ἀθαρῶς, ἄκρως, διηκριβωμένως, δόρκανα, διακριδόν, ἀτρεκέως, ἀτρεκῶς, διειλημμένως, ἐπ' ἀκριβείας, διά ἀκριβείας, ἐν ἀκριβείᾳ, εἰς τὴν ἀκρίβειαν, μετὰ πάσης ἀκριβείας, πρὸς ἀκρίβειαν, ἐπ' ἀκριβές