εύσωμος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλή σωματική [[διάπλαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σωματώδης]], [[μεγαλόσωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σώμα]]) [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>σωμος</i>, <i>τρί</i>-<i>σωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλή σωματική [[διάπλαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σωματώδης]], [[μεγαλόσωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σώμα]]) [[πρβλ]]. [[μεγαλόσωμος]], [[τρίσωμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσωμος, -ον)
αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση
νεοελλ.
σωματώδης, μεγαλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλόσωμος, τρίσωμος].