ζωάρχιος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωάρχιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] η [[αρχή]] της ζωής, η πρώτη [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχιος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>αρχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. <i>μετ</i>-<i>άρχιος</i>, <i>πολυ</i>-<i>άρχιος</i>].
|mltxt=[[ζωάρχιος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] η [[αρχή]] της ζωής, η πρώτη [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχιος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>αρχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. [[μετάρχιος]], [[πολυάρχιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ζωάρχιος, -ον (Α)
αυτός που είναι η αρχή της ζωής, η πρώτη αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αρχιος (< -αρχος < άρχω), πρβλ. μετάρχιος, πολυάρχιος].