ηδύκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), [[πρβλ]]. [[γλυκύκαρπος]], [[ξηρόκαρπος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:51, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡδύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύκαρπος, ξηρόκαρπος].