ηιών: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠϊών]] και ᾐών, δωρ. τ. [[ἀϊών]] και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ακτή]], όχθη της θάλασσας, [[παραλία]], [[ακρογιαλιά]]<br /><b>2.</b> ([[μετά]] τον <b>Ομ.</b>, στον πληθ.) <i>αἱ ἠϊόνες</i><br />ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[ὑποκάτω]] τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «[[ἠϊών]]<br />πᾱσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν [[περιγραφή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά τα τοπωνύμια σε -<i>ών</i> ([[πρβλ]]. <i>Σικυών</i>), ο δωρ. τ. <i>ā</i><i>ϊών</i> οδήγησε ορισμένους στην υποθετική [[σύνδεση]] με το <i>αία</i> «γη». Πιθανό παράγωγό του το <i>ηϊόεις</i>].
|mltxt=[[ἠϊών]] και ᾐών, δωρ. τ. [[ἀϊών]] και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ακτή]], όχθη της θάλασσας, [[παραλία]], [[ακρογιαλιά]]<br /><b>2.</b> ([[μετά]] τον <b>Ομ.</b>, στον πληθ.) <i>αἱ ἠϊόνες</i><br />ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[ὑποκάτω]] τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «[[ἠϊών]]<br />πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν [[περιγραφή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά τα τοπωνύμια σε -<i>ών</i> ([[πρβλ]]. <i>Σικυών</i>), ο δωρ. τ. <i>ā</i><i>ϊών</i> οδήγησε ορισμένους στην υποθετική [[σύνδεση]] με το <i>αία</i> «γη». Πιθανό παράγωγό του το <i>ηϊόεις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:09, 8 May 2022

Greek Monolingual

ἠϊών και ᾐών, δωρ. τ. ἀϊών και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)
1. ακτή, όχθη της θάλασσας, παραλία, ακρογιαλιά
2. (μετά τον Ομ., στον πληθ.) αἱ ἠϊόνες
ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»
4. (κατά τον Πολυδ.) «ἠϊών
πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά τα τοπωνύμια σε -ών (πρβλ. Σικυών), ο δωρ. τ. āϊών οδήγησε ορισμένους στην υποθετική σύνδεση με το αία «γη». Πιθανό παράγωγό του το ηϊόεις].