ισήλιξ: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῖς ἀειγενέσι θεοῑς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] ([[πρβλ]]. <i>ομ</i>-<i>ῆλιξ</i>)].
|mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] ([[πρβλ]]. [[ομῆλιξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομῆλιξ)].