ισόζυγος: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόζυγος]], -ον)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον, [[ισοβαρής]], [[ισόσταθμος]], [[ισοζυγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο [[πρόσωπο]] με άλλον («ἰσόζυγον [[ῥῆμα]]» — το [[ρήμα]] που έχει [[αντικείμενο]] το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, [[δηλαδή]] που [[είναι]] το ίδιο [[πρόσωπο]] με το [[υποκείμενο]] του, π.χ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόζυγος]], -ον)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον, [[ισοβαρής]], [[ισόσταθμος]], [[ισοζυγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο [[πρόσωπο]] με άλλον («ἰσόζυγον [[ῥῆμα]]» — το [[ρήμα]] που έχει [[αντικείμενο]] το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, [[δηλαδή]] που [[είναι]] το ίδιο [[πρόσωπο]] με το [[υποκείμενο]] του, π.χ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[ετερόζυγος]], [[νεόζυγος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόζυγος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής
αρχ.
γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» — το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, δηλαδή που είναι το ίδιο πρόσωπο με το υποκείμενο του, π.χ., διδάσκω ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ετερόζυγος, νεόζυγος].