καρποποιητικός: Difference between revisions
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρποποιητικός]], -όν (Μ)<br />[[καρποποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιητικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιητής]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καρποποιητικός]], -όν (Μ)<br />[[καρποποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιητικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιητής]]), [[πρβλ]]. [[ενοχοποιητικός]], [[πιστοποιητικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 24 August 2021
English (LSJ)
later for καρποποιός.
Greek Monolingual
καρποποιητικός, -όν (Μ)
καρποποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιητικός (< ποιητής), πρβλ. ενοχοποιητικός, πιστοποιητικός.