κλεφτότοπος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και κλεφτοτόπι, το<br /><b>1.</b> (επί τουρκοκρατίας) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[διαμονή]] κλεφτών<br /><b>2.</b> [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, [[κυρίως]] να ενεργούν ζωοκλοπές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέφτης]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόπος]]), [[πρβλ]]. <i>βραχό</i>-<i>τοπος</i>, <i>ερημό</i>-<i>τοπος</i>].
|mltxt=ο, και κλεφτοτόπι, το<br /><b>1.</b> (επί τουρκοκρατίας) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[διαμονή]] κλεφτών<br /><b>2.</b> [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, [[κυρίως]] να ενεργούν ζωοκλοπές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέφτης]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόπος]]), [[πρβλ]]. [[βραχότοπος]], [[ερημότοπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:27, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, και κλεφτοτόπι, το
1. (επί τουρκοκρατίας) τόπος κατάλληλος για διαμονή κλεφτών
2. δυσπρόσιτος, απόκρημνος τόπος
3. τόπος στον οποίο οι κάτοικοι συνηθίζουν να κλέβουν, κυρίως να ενεργούν ζωοκλοπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -τόπος (< τόπος), πρβλ. βραχότοπος, ερημότοπος].