ερημότοπος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
ο (Μ ἐρημότοπος)
έρημος, ακατοίκητος τόπος, εγκαταλελειμμένη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + τόπος.