ερημότοπος

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

ο (Μ ἐρημότοπος)
έρημος, ακατοίκητος τόπος, εγκαταλελειμμένη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + τόπος.