κοντόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει [[μακριά]], μύωπας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα [[κάτι]] ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια [[κατάσταση]], ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> (<span style="color: red;"><</span> [[οφθαλμός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βλέπει [[μακριά]], μύωπας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα [[κάτι]] ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια [[κατάσταση]], ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> (<span style="color: red;"><</span> [[οφθαλμός]]), [[πρβλ]]. [[λοξόφθαλμος]], [[μεγαλόφθαλμος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας
2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος].