κυνόδοντας: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Α [[κυνόδους]], -οντος)<br />καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, [[τέσσερα]] στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται [[μεταξύ]] τών τομέων και τών προγομφίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόντι]] δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)<br /><b>2.</b> [[δόντι]] πριονιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> ([[πρβλ]]. [[χαλόδους]], [[χαυλιόδους]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (Α κυνόδους, -οντος)
καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων
αρχ.
1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)
2. δόντι πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. χαλόδους, χαυλιόδους)].