ληνιάτικο: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />η [[αμοιβή]] σε [[λάδι]] που καταβάλλει ο [[ελαιοπαραγωγός]] [[αντί]] χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την [[έκθλιψη]] τών ελιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικο</i> ([[πρβλ]]. <i>λιβαδ</i>-<i>ιάτικα</i>, <i>μην</i>-<i>ιάτικο</i>)].
|mltxt=το<br />η [[αμοιβή]] σε [[λάδι]] που καταβάλλει ο [[ελαιοπαραγωγός]] [[αντί]] χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την [[έκθλιψη]] τών ελιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικο</i> ([[πρβλ]]. [[λιβαδιάτικα]], [[μηνιάτικο]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:58, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
η αμοιβή σε λάδι που καταβάλλει ο ελαιοπαραγωγός αντί χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την έκθλιψη τών ελιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός + κατάλ. -ιάτικο (πρβλ. λιβαδιάτικα, μηνιάτικο)].