λινυφάντης: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινυφάντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[ὑφάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>εριο</i>-[[υφάντης]], <i>ταπιδ</i>-[[υφάντης]]].
|mltxt=[[λινυφάντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[ὑφάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]]), [[πρβλ]]. [[εριουφάντης]], [[ταπιδυφάντης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λινυφάντης: -ου, ὁ ὑφαίνων λινᾶ, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. Janv. et Févr. 1873.

Greek Monolingual

λινυφάντης, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριουφάντης, ταπιδυφάντης].