ματαιότεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιότεχνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[λεπτότεχνος]], <i>πολύ</i>-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=[[ματαιότεχνος]], -ον (Α)<br />αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[λεπτότεχνος]], <i>πολύ</i>-<i>τεχνος</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>eine eitle, [[unnütze]] [[Kunst]] [[treibend]]</i> ?
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ματαιότεχνος: -ον, ὁ μετερχόμενος ματαίαν καὶ ἀνωφελῆ τέχνην, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. ἄνευ μαρτυρ.

Greek Monolingual

ματαιότεχνος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ-τεχνος].

German (Pape)

eine eitle, unnütze Kunst treibend ?