μειλιχόμυθος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειλιχόμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο [[γλυκομίλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]] «[[λόγος]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μειλιχόμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο [[γλυκομίλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]] «[[λόγος]]» ([[πρβλ]]. [[αληθόμυθος]], [[εγγαστρίμυθος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 116] von angenehmer, einschmeichelnder Rede, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μειλιχόμῡθος: -ον, ὁ ὁμιλῶν μειλιχίως, Γρηγ. Ναζ. τόμ. 2, σελ. 158.
Greek Monolingual
μειλιχόμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο γλυκομίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῦθος «λόγος» (πρβλ. αληθόμυθος, εγγαστρίμυθος)].