μοναχού: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μοναχοῡ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε έναν μόνον [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόνος]], επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[αλλαχού]])].
|mltxt=μοναχοῦ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε έναν μόνον [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόνος]], επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[αλλαχού]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

μοναχοῦ (Α)
επίρρ. σε έναν μόνον τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. αλλαχού)].