χρυσόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χρυσού, [[χρυσαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), [[πρβλ]]. <i>σταχτό</i>-<i>χρωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χρυσού, [[χρυσαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), [[πρβλ]]. [[σταχτόχρωμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σταχτόχρωμος].