εὐλογοφανής: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evlogofanis
|Transliteration C=evlogofanis
|Beta Code=eu)logofanh/s
|Beta Code=eu)logofanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seeming probable]], Doxop.in <span class="bibl">Rh.2.316</span> W., Sch. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>761</span>.</span>
|Definition=εὐλογοφανές, [[seeming probable]], Doxop.in Rh.2.316 W., Sch. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''761.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐλογοφανής]], -ές)<br />ο επιφανειακά [[γνήσιος]] ή [[ειλικρινής]], ο [[αληθοφανής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλογοφανώς</i> (Μ εὐλογοφανῶς)<br />με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εύλογος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αφανής]], [[εμφανής]]].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐλογοφανής]], -ές)<br />ο επιφανειακά [[γνήσιος]] ή [[ειλικρινής]], ο [[αληθοφανής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ευλογοφανώς]]</i> (Μ [[εὐλογοφανῶς]])<br />με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εύλογος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αφανής]], [[εμφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 20 October 2024

English (LSJ)

εὐλογοφανές, seeming probable, Doxop.in Rh.2.316 W., Sch. S.OC761.

German (Pape)

[Seite 1079] ές, wahrscheinlich erscheinend, Schol. Soph. O. C. 761 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογοφανής: -ές, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον εὔλογος, Ρήτορες (Walz) τ. 2. σ. 316. Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 171. 17.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐλογοφανής, -ές)
ο επιφανειακά γνήσιος ή ειλικρινής, ο αληθοφανής.
επίρρ...
ευλογοφανώςεὐλογοφανῶς)
με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύλογος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. αφανής, εμφανής].