κακόπλαστος: Difference between revisions
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakoplastos | |Transliteration C=kakoplastos | ||
|Beta Code=kako/plastos | |Beta Code=kako/plastos | ||
|Definition= | |Definition=κακόπλαστον, [[illconceived]], Hermog.''Stat.''1.1. Adv. [[κακοπλάστως]] Tz.ad Lyc.805. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
κακόπλαστον, illconceived, Hermog.Stat.1.1. Adv. κακοπλάστως Tz.ad Lyc.805.
German (Pape)
[Seite 1302] schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.
Greek Monolingual
κακόπλαστος, -ον (AM)
κακοφτειαγμένος, άσχημος, δύσμορφος
αρχ.
αυτός που επινοήθηκε κακώς.
επίρρ...
κακοπλάστως (Μ)
με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη μορφή, δύσμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πλαστoς (< πλάσσω), πρβλ. ισόπλαστος, πρωτόπλαστος].