καχρύδια: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kachrydia | |Transliteration C=kachrydia | ||
|Beta Code=kaxru/dia | |Beta Code=kaxru/dia | ||
|Definition=τά, | |Definition=τά, [[husks of]] [[κάχρυς]], Arist.''Pr.''923b11: sg., prob. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.6.3. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
τά, husks of κάχρυς, Arist.Pr.923b11: sg., prob. in Thphr. CP 5.6.3.
Greek (Liddell-Scott)
καχρύδια: τά, ὑποκορ. τοῦ κάχρυς, μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καχρύδια, τὰ (Α)
1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού
2. καθετί που είναι καβουρντισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. βοτρύδιον, καρύδιον)].