λαγωβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λαγωβόλος]], -ον, ουδ. και [[λαγωοβόλον]])<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λαγωβόλο]](<i>ν</i>) ή [[λαγωοβόλον]]<br />η [[λαγουδέρα]] ή [[λαγούσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά λαγούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[δισκοβόλος]].
|mltxt=-ο (Α [[λαγωβόλος]], -ον, ουδ. και [[λαγωοβόλον]])<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λαγωβόλο]](<i>ν</i>) ή [[λαγωοβόλον]]<br />η [[λαγουδέρα]] ή [[λαγούσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά λαγούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α λαγωβόλος, -ον, ουδ. και λαγωοβόλον)
το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον
η λαγουδέρα ή λαγούσα
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά λαγούς
2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.