νεκροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui tue des morts]].<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροφόνος:''' (вторично) убивающий мертвецов (sc. [[τυμβωρύχος]] Anth.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροφόνος''': ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. [[τυμβωρύχος]], Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).
|lstext='''νεκροφόνος''': ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. [[τυμβωρύχος]], Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue des morts.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεκροφόνος:''' ὁ (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.
|lsmtext='''νεκροφόνος:''' ὁ (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροφόνος:''' (вторично) убивающий мертвецов (sc. [[τυμβωρύχος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεκρο-[[φόνος]], ὁ, [*[[φένω]]<br />[[murderer]] of the [[dead]], Anth.
|mdlsjtxt=νεκρο-[[φόνος]], ὁ, [*[[φένω]]<br />[[murderer]] of the [[dead]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des morts.
Étymologie: νεκρός, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

νεκροφόνος: (вторично) убивающий мертвецов (sc. τυμβωρύχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφόνος: ὁ, ὁ φονεύων τοὺς νεκρούς, δηλ. τυμβωρύχος, Γρηγ. Ναζ. IV, 112Α (Ἀνθ. Π. 8. 184).

Greek Monolingual

νεκροφόνος, ὁ (Α)
αυτός που κακοποιεί τους νεκρούς, τυμβωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φόνος (< φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροφόνος.

Greek Monotonic

νεκροφόνος: ὁ (*φένω), αυτός που φονεύει τους νεκρούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεκρο-φόνος, ὁ, [*φένω
murderer of the dead, Anth.